Περιστατικό: Περπατάμε στο δρόμο και ξαφνικά βλέπουμε μια κοπέλα πεσμένη στο έδαφος να φωνάζει,, και έναν άντρα από πάνω της να την χτυπά.
Αντίδραση: Σπεύδουμε αμέσως για βοήθεια.
…κι όμως δεν είναι αυτή η κοινή αντίδραση για όλους μας….
Κατά καιρούς έχουν διεξαχθεί πολλές έρευνες σχετικά με το ”ποιους, πότε και γιατί” προτιμάμε να βοηθήσουμε φανερώνοντας έτσι την αλτρουιστική μας πλευρά. Οι παράγοντες που επηρεάζουν αυτήν την απόφαση ποικίλουν:
Αν αναλογιστούμε τις στιγμές που δράσαμε ατομικά και τις στιγμές που δράσαμε ομαδικά θα δούμε ευδιάκριτες διαφορές στη συμπεριφορά μας. Όταν περιτριγυριζόμαστε από άλλους ανθρώπους και ξαφνικά δρούμε μαζί μ’ αυτούς, ξεφεύγουμε από το κομμάτι της ατομικότητας και σκεφτόμαστε πιο συλλογικά.
Π.χ.” Δρω με τέτοιον τρόπο ώστε να είμαι αποδεκτός και αρεστός από την εκάστοτε ομάδα μου.”
Αυτό σημαίνει πως όταν βρισκόμαστε μαζί με άλλα άτομα σε κατάσταση κινδύνου, περιμένουμε την πλειοψηφία να ενεργήσει και μετά δραστηριοποιούμαστε κι εμείς.
Στο παράδειγμα της κοπέλας που κακοποιείται σε έναν πολυσύχναστο δρόμο, οι περισσότεροι θα μπαίναμε σε διαδικασία σύγκρισης.
Π.χ. ”Γιατί δεν επεμβαίνει κανένας άλλος; Γιατί εγώ; Μήπως θα κάνω κάτι λάθος; Μήπως ένας αστυνομικός να βοηθούσε καλύτερα από μένα;”
Όλοι θα είδαμε στις ειδήσεις πριν από μερικά χρόνια ένα 3χρονο κοριτσάκι, κάπου στην Ασία, που χτυπήθηκε από αμάξι και κανείς δεν του έδινε σημασία για ώρες μέχρι που ξεψύχησε στον δρόμο. Πολλοί όταν ρωτήθηκαν γιατί δεν αντέδρασαν απάντησαν πως καθώς κανείς δεν αντιδρούσε νόμιζαν πως ήταν κούκλα.
Κοινωνικοί κανόνες είναι ουσιαστικά άγραφοι νόμοι που διακρίνουν μια σωστή από μια λάθος συμπεριφορά. Ακολουθώντας αυτούς τους κανόνες γινόμαστε αποδεκτοί από το σύνολο, ακόμα κι αν δεν είναι κανένα άτομο παρόν την ώρα που δρούμε. Αρκεί ένας παράγοντας: να μην είμαστε βέβαιοι για την ενέργειά μας και τη σκέψη μας, και να υπάρχει μια εσωτερική σύγκρουση για το τί είναι σωστό να γίνει.
Στο παράδειγμα της κοπέλας που κακοποιείται σε έναν πολυσύχναστο δρόμο ακόμα κι αν είμαστε μόνοι μας μπαίνουμε σε μια διαδικασία επικύρωσης των σκέψεων μας με την τρέχουσα πραγματικότητα.
Π.χ. ”Μήπως είναι ο σύζυγός της και ανακατευτώ και αντιδράσει και η κοπέλα εναντίον; Μήπως μπλέκομαι στα προσωπικά τους;”
”Γυρνούσα βράδυ από τη δουλειά μου και ήμουν έξω από το σπίτι μου ψάχνοντας τα κλειδιά μου, όταν ένας άνδρας με άρπαξε και με τραβούσε προς μια αλάνα εκεί κοντά. Κάτω από το σπίτι μου υπήρχε ένα γραφείο το οποίο ήταν ανοιχτό. Όλη η ”πάλη” διαδραματίστηκε εκεί μπροστά. Το πρόβλημα ήταν ότι από τον φόβο μου δεν μπορούσα να φωνάξω, απλά πάλευα. Όταν κατάφερα να ξεφύγω και ρώτησα τον υπάλληλο του γραφείου γιατί δεν με βοήθησε μου απάντησε: Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά νόμιζα ότι ήσασταν ζευγάρι!”
Έρευνες έχουν δείξει πως παρέχουμε βοήθεια σε άτομα με αξία και κύρος στη ζωή μας, όπως είναι οι συγγενείς μας. Επίσης, οι άνθρωποι δίνουμε περισσότεροι αξία σε υγιείς ανθρώπους όταν τίθεται μια περίσταση επικίνδυνη που μπορεί και να φτάσει έως τον θάνατο, ενώ σε περιπτώσεις καθημερινών δύσκολων συνθηκών, η βοήθειά μας τείνει προς τους ασθενείς. Κύρος και αξία προσδίδει και η εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων, γι’ αυτό, σύμφωνα με έρευνες, τείνουμε να βοηθάμε τους εμφανίσιμους και καλοστεκούμενους, ενώ άτομα της απέναντι όχθης όχι.